ανίδρυση

ανίδρυση
[-ις (-εως)] η
1) восстановление; 2) воздвижение, сооружение; 3) учреждение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανίδρυση" в других словарях:

  • ανίδρυση — η ανοικοδόμηση, ανέγερση: Αποφασίστηκε η ανίδρυση ορισμένων αρχοντικών στα Αμπελάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανίδρυση — η 1. η εκ νέου ίδρυση, ανοικοδόμηση εκ βάθρων 2. μτφ. ανασύσταση, αναβίωση …   Dictionary of Greek

  • ανιδρυτής — ο αυτός που κάνει, επιχειρεί ανίδρυση, ανοικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • ανέγερση — η 1. το ανασήκωμα, η ανόρθωση: Είχε χτυπήσει, πέφτοντας, πολύ και η ανέγερση ήταν δύσκολη. 2. ανίδρυση, ανοικοδόμηση: Περατώθηκε η ανέγερση του νέου φοιτητικού οικοτροφείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»